DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
geleiderail n
construct. προστατευτικό κιγκλίδωμα; στηθαίο ασφαλείας; στύλος σηματοδοτήσεως
industr., construct. σιδηροτροχιές γραμμής μορφοποίησης
transp. σιδηροτροχιά καθοδήγησης; ολισθητήρας; διαδρομή κύλησης συρματοσχοίνων; κατευθυντήρια σιδηροτροχιά; κεντρική σιδηροτροχιά
transp., met. αντιτροχιά; κόντρα-ράγια; πηδάλιο διευθύνσεως; προστατευτική σιδηροτροχιά
transp., polit. φραγμός ασφαλείας
geleiderail
: 1 phrase in 1 subject
Metallurgy1