DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
geleidepen adj.
el. ακίδα; κλειδί; πόλος
industr., construct. οδηγός κεντρώσεως; οδηγός συναρμογής
industr., construct., chem. κολώνες για οδήγηση; κατευθυντήρια ράβδος
mech.eng. καθοδηγητικό στέλεχος; οδηγός διάτρησης
geleidepen
: 1 phrase in 1 subject
Mechanic engineering1