DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
geleermiddel n
gen. πηκτικό ; πηκτωματοποιητής
chem. ζελατινοποιητικός παράγοντας
environ., food.ind., chem. ουσία πηκτωμάτωσης; πηκτωματογονος παράγοντας; πηκτωματογόνο
health. πηκτικά
industr., construct., chem. πηκτικό μέσο