DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
gegolfd adj.
agric. αναδιπλούμενο εν είδει υδρορρόης; φύλλο που διπλώνει σε σχήμα υδρορρόης
met. κυματοειδής
gegolfd
: 27 phrases in 8 subjects
Agriculture1
Chemistry2
Earth sciences5
Forestry1
Industry11
Mechanic engineering1
Metallurgy3
Transport3