DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
gefluit n
earth.sc., mech.eng. διαπεραστικός συριγμός
el. σφύριγμα; ετερόδυνη παρενόχληση; συριγμός
gefluit
: 1 phrase in 1 subject
Electronics1