DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
gedreven as
mech.eng. άξονας που δέχεται τη μετάδοση κίνησης; δευτερεύων άξονας
aangedreven as
mech.eng. άτρακτος εξόδου κιβωτίου ταχυτήτων; μηχανοκίνητος άξονας
transp., mil., grnd.forc., mech.eng. περιστρεφόμενος άξονας; κινητήριος άξονας