DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
flikken v
met. επεξεργάζομαι ένα καλούπι; τελική επεξεργασία καλουπιού
met., el. επισκευή πυριμάχων τοιχωμάτων; επιδιόρθωση πυρίμαχων τοιχωμάτων
transp., construct. τοπική επισκευή