DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
extender adj.
chem. άσπρο βάσεωςχρώματος; σύνθετο βαρυντικό χρωμάτων επιχρίσεως
industr., construct., chem. αραιωτής
extender
: 2 phrases in 1 subject
Electronics2