DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
eindschot n
agric. οριακό διάφραγμα; περικλείον διάφραγμα; ακραία φρακτή υπερκατασκευάσματος; ακραίο διάφραγμα υπερκατασκευάσματος; τελική φρακτή υπερκατασκευάσματος
eindschot
: 3 phrases in 2 subjects
Construction2
Transport1