DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
eikel m
agric. βελανίδι
industr., construct. κόμπος σε σχήμα βαλανιδιού
med. βάλανος; βάλανος του πέους
mun.plan. βάλανος για κορδόνι
eikel
: 1 phrase in 1 subject
Law1