DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
effenen adj.
agric., industr. αποκατάσταση του επιφανειακού στρώματος
cultur., commun. γυαλίζω; λουστράρω; στιλβώνω
transp. εξομαλύνω; ομαλοποιώ
effenen
: 8 phrases in 5 subjects
Agriculture3
Construction1
Earth sciences1
Microsoft1
Statistics2