DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
economiser adj.
el. προθερμαντήρας του ύδατος τροφοδοσίας
mech.eng. αναθερμαντήρας νερού; συσκευή εξοικονόμησης θερμότητας
met., el. δακτύλιος ψύξης