DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
dwarslatten | voor
 voor
agric. αυλάκι
 voorgespannen
construct. προεντεταμένος
 voorkomen
gen. πρόληψη
 voorschrijven
med. χορηγώ
 voorspannen
construct. προεντείνω
industr. construct. met. σκλήρυνση; θερμική σκλήρυνση
 voorspellen
environ. πρόβλεψη/πρόγνωση
math. πρόβλεψη
 voorste
gen. πρόσθιος
| het
 hede
industr. construct. στουπί χτενίσματος
| stapelen
 stapel
comp., MS ομάδα καρτών
van | gezaagd hout
 gezaagd hout
industr. πελεκημένη ξυλεία
- only individual words found