Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Danish
English
Finnish
French
German
Greek
Italian
Japanese
Polish
Portuguese
Romanian
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
duplex
adj.
agric.
κόντρα πλακέ
;
ξυλεία σε φύλλα πολύστρωτα επικολλητά
commun.
διπλή ταυτόχρονη επικοινωνία duplex
;
διπλή ταυτόχρονη λειτουργία
;
κύκλωμα duplex
;
κύκλωμα διπλής ταυτόχρονης λειτουργίας
;
αμφίδρομη ταυτόχρονη επικοινωνία
;
αμφίδρομη επικοινωνία
;
αμφίδρομη σύνδεση
;
ταυτόχρονη επικοινωνία
;
αμφίδρομος
el.
αμφίπλευρος
;
διπλής κατευθύνσεως
;
διπλοκατευθυντικός
health.
διπλός
mech.eng., construct.
ανελκυστήρας duplex
;
ομάδα δύο ανελκυστήρων
duplexer
adj.
el.
διπλέκτης
;
συμπλέκτης
;
αμφιδρομητής
;
διακόπτης εκπομπής-λήψης
duplexen
adj.
IT
Διπλεξία
duplex
:
37 phrases
in 10 subjects
Communications
9
Earth sciences
1
Electronics
12
Industry
2
Information technology
3
Life sciences
1
Materials science
1
Mechanic engineering
3
Medical
3
Metallurgy
2
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips