DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
duplex adj.
agric. κόντρα πλακέ; ξυλεία σε φύλλα πολύστρωτα επικολλητά
commun. διπλή ταυτόχρονη επικοινωνία duplex; διπλή ταυτόχρονη λειτουργία; κύκλωμα duplex; κύκλωμα διπλής ταυτόχρονης λειτουργίας; αμφίδρομη ταυτόχρονη επικοινωνία; αμφίδρομη επικοινωνία; αμφίδρομη σύνδεση; ταυτόχρονη επικοινωνία; αμφίδρομος
el. αμφίπλευρος; διπλής κατευθύνσεως; διπλοκατευθυντικός
health. διπλός
mech.eng., construct. ανελκυστήρας duplex; ομάδα δύο ανελκυστήρων
duplexer adj.
el. διπλέκτης; συμπλέκτης; αμφιδρομητής; διακόπτης εκπομπής-λήψης
duplexen adj.
IT Διπλεξία
duplex
: 37 phrases in 10 subjects
Communications9
Earth sciences1
Electronics12
Industry2
Information technology3
Life sciences1
Materials science1
Mechanic engineering3
Medical3
Metallurgy2