DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
duiker m
gen. βατραχάνθρωπος
agric., industr., construct. υποβρυχίως κινουμένη ξυλεία
construct. πλακοσκεπής οχετός; οχετός στραγγίσεως; οχετός μεταφοράς ύδατος
hobby, lab.law. δύτης
industr. οχετός
mech.eng., construct. πτώσις τύπου κλειστού αγωγού
duiker
: 25 phrases in 5 subjects
Construction10
Hobbies and pastimes1
Mechanic engineering8
Natural resourses and wildlife conservation3
Transport3