DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
druppel m
chem. δακρύσματα
earth.sc. σταγονίδιο
industr., construct., met. στάγμα; σταγόνα γυαλιού
Druppels m
gen. Πόσιμες σταγόνες
druppel
: 9 phrases in 2 subjects
Agriculture5
General4