DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
drukwerk n
gen. έντυπο υλικό
commun. έντυπο
IT έντυπος; μπροσούρα; τυπωμένος; φέϊγ-βολλάντ
drukwerken n
commun. έντυπο; έντυπο υλικό
drukwerk
: 10 phrases in 5 subjects
Commerce2
Communications4
Finances2
Labor law1
Law1