DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
droogscheur v
industr., construct. ρωγμή συρρίκνωσης; εποχιακό σκάσιμο; ρωγμή; ρωγμή οφειλόμενη στην υγρασία
life.sc., agric. ρωγμή εκ του ανέμου
nat.sc., agric. εσωτερική σχισμή εξ ανεμοστροβίλου
transp. ανοικτός αρμός