DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
drogen v
agric., industr., construct. ξήρανσις
chem. αποξήρανση
earth.sc., mech.eng. αφυγραίνω
earth.sc., mech.eng., construct. αφυδατώνω
environ. αποξήρανση; στέγνωμα; αποξήρανση/στέγνωμα
met. στεγνώνω; ψήνω; ψήσιμο
nat.sc., industr. ξήρανση
droogte v
earth.sc. ξηρασία ή ανομβρία
environ. ξηρασία ανομβρία
life.sc., agric. ανυδρία
droogleggen v
agric., construct. αποστραγγιστήριον,οχετός αποστραγγίσεως
environ. αξιοποίηση γαιών/εκχέρσωση
droogzetten v
transp. βάζω σε νεωλκείο; βάζω σε ναυπηγική κλίνη
drooglopen v
earth.sc., mech.eng. λειτουργία αντλίας χωρίς ή με μειωμένη ποσότητα υγρού
droog adj.
gen. ξηρός
chem. ξηρό
 Dutch thesaurus
droog v
fish.farm. suvo usoljena haringa
droog
: 177 phrases in 23 subjects
Agriculture59
Chemistry14
Communications3
Construction4
Cultural studies2
Earth sciences3
Economy2
Electronics4
Environment14
Food industry1
General7
Industry15
Information technology1
Life sciences6
Materials science3
Mechanic engineering2
Medical3
Metallurgy6
Municipal planning4
Natural sciences10
Pharmacy and pharmacology2
Technology5
Transport7