Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Bulgarian
Danish
English
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Lithuanian
Maltese
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
noun
|
adjective
|
to phrases
drift
f
agric.
κοπάδι
;
είμαι έρμαιο
;
εκπίπτω
;
μετατοπίζομαι
;
παρασύρομαι
commun., transp.
έκπτωση
;
πλαγιοδρόμηση
earth.sc.
παρέκκλιση
el.
ολίσθηση
;
μετατόπιση
;
ολίσθηση σωματιδίου
;
μεταβολή
;
ολίσθηση αστάθεια
;
"κρέμασμα"
health.
γενετική παρέκκλιση
;
γενετική εκτροφή
industr., construct.
πόντα
;
εργαλείο πονταρίσματος
IT, tech.
Διολίσθηση
transp.
εκτροπή,έκπτωση
;
απόκλιση
;
εκτροπή
transp., nautic.
απόκλιση λόγω ανέμου
drifter
adj.
gen.
προσανατολιστής πλοηγός
hobby, agric.
αλιευτικό με δίκτυα επιφανείας
drift
:
24 phrases
in 8 subjects
Agriculture
2
Electronics
10
Environment
1
Health care
1
Labor law
1
Life sciences
1
Medical
1
Transport
7
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips