DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
drift f
agric. κοπάδι; είμαι έρμαιο; εκπίπτω; μετατοπίζομαι; παρασύρομαι
commun., transp. έκπτωση; πλαγιοδρόμηση
earth.sc. παρέκκλιση
el. ολίσθηση; μετατόπιση; ολίσθηση σωματιδίου; μεταβολή; ολίσθηση αστάθεια; "κρέμασμα"
health. γενετική παρέκκλιση; γενετική εκτροφή
industr., construct. πόντα; εργαλείο πονταρίσματος
IT, tech. Διολίσθηση
transp. εκτροπή,έκπτωση; απόκλιση; εκτροπή
transp., nautic. απόκλιση λόγω ανέμου
drifter adj.
gen. προσανατολιστής πλοηγός
hobby, agric. αλιευτικό με δίκτυα επιφανείας
drift
: 24 phrases in 8 subjects
Agriculture2
Electronics10
Environment1
Health care1
Labor law1
Life sciences1
Medical1
Transport7