DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
drevelen m
commun. κτύπημα; κτύπημα από πίσω χαλασμένης φόρμας
drevel n
industr., construct. εργαλείο πονταρίσματος; πόντα
mech.eng. τρυπητήρι
met. μαντρέλι; άξονας τόρνου; κωνοειδής βελόνη διεύρυνσης οπών
drevel
: 2 phrases in 2 subjects
Industry1
Metallurgy1