DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
draagraket adj.
gen. φορέας; φορείς όπλων μαζικής καταστροφής
astronaut., transp. επιταχυντής εξόδου στο διάστημα; εκτοξευτήρας; όχημα εκτόξευσης
econ. διαστημικός ενισχυτικός κινητήρας
transp. εξέδρα απογείωσης; εξέδρα εκτόξευσης
transp., mech.eng. πύραυλος γενικής χρήσης
draagraket
: 7 phrases in 1 subject
General7