DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
draadstrelen adj.
met., mech.eng. τόρνευση σπειρωμάτων με σύνθετο εργαλείο μετακινούμενο μέσω καθοδηγητικής ατράκτου; τόρνευση σπειρωμάτων με πολύδοντο εργαλείο
draadstreler adj.
industr., construct., mech.eng. βιδολόγος; φιλιέρα; χτένι για κατασκευή σπειρωμάτων
mech.eng. σύνθετο κοπτικό εργαλείο τορναρίσματος σπειρωμάτων