DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
dopen v
el. νόθευση
doop v
earth.sc., chem. πρόσθετο; πρόσθετη χημική ουσία
dope adj.
gen. πρόσθετο για την αύξηση του αριθμού οκτανίου
chem. παρασκευασμένο πρόσθημα λιπάνσεως; παρασκευασμένο πρόσθημα για βαριά ορυκτά έλαια
nat.sc., environ., chem. αντικροτικό; αντικροτικό πρόσθετο; αντικροτικό προϊόν; αντικρουστικό πρόσθετο; προσθετικό για την καταπολέμηση της κρουστικής καύσης
dopen
: 2 phrases in 2 subjects
Chemistry1
Materials science1