Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Czech
Danish
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
verb
|
adjective
|
to phrases
dopen
v
el.
νόθευση
doop
v
earth.sc., chem.
πρόσθετο
;
πρόσθετη χημική ουσία
dope
adj.
gen.
πρόσθετο για την αύξηση του αριθμού οκτανίου
chem.
παρασκευασμένο πρόσθημα λιπάνσεως
;
παρασκευασμένο πρόσθημα για βαριά ορυκτά έλαια
nat.sc., environ., chem.
αντικροτικό
;
αντικροτικό πρόσθετο
;
αντικροτικό προϊόν
;
αντικρουστικό πρόσθετο
;
προσθετικό για την καταπολέμηση της κρουστικής καύσης
dopen
:
2 phrases
in 2 subjects
Chemistry
1
Materials science
1
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips