DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
dope adj.
gen. πρόσθετο για την αύξηση του αριθμού οκτανίου
chem. παρασκευασμένο πρόσθημα λιπάνσεως; παρασκευασμένο πρόσθημα για βαριά ορυκτά έλαια
nat.sc., environ., chem. αντικροτικό; αντικροτικό πρόσθετο; αντικροτικό προϊόν; αντικρουστικό πρόσθετο; προσθετικό για την καταπολέμηση της κρουστικής καύσης