DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
dop v
agric. φλούδα οπώρας
commer., transp. Πώμα
hobby αιχμή προφύλαξης που τοποθετείται στην άκρη ενός ξίφους
mater.sc. τετράγωνο ή κυβικό εξάρτημα καμινιάσματος
mater.sc., industr., construct. καπάκι σωλήνα; πώμα σωλήνα
mech.eng. βάση; υποστήριγμα
nat.sc. λοβός; κέλυφος
doppen v
agric. αποφλοίωση; διάνοιξη λοβού οσπρίων για την παραλαβή των σπερμάτων; αποφλοιώνω; ξεφλουδίζω
dope adj.
gen. πρόσθετο για την αύξηση του αριθμού οκτανίου
chem. παρασκευασμένο πρόσθημα λιπάνσεως; παρασκευασμένο πρόσθημα για βαριά ορυκτά έλαια
nat.sc., environ., chem. αντικροτικό; αντικροτικό πρόσθετο; αντικροτικό προϊόν; αντικρουστικό πρόσθετο; προσθετικό για την καταπολέμηση της κρουστικής καύσης
dop
: 8 phrases in 5 subjects
Agriculture3
Commerce2
Industry1
Mechanic engineering1
Natural sciences1