Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Czech
Danish
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Lithuanian
Maltese
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
verb
|
adjective
|
to phrases
dop
v
agric.
φλούδα οπώρας
commer., transp.
Πώμα
hobby
αιχμή προφύλαξης που τοποθετείται στην άκρη ενός ξίφους
mater.sc.
τετράγωνο ή κυβικό εξάρτημα καμινιάσματος
mater.sc., industr., construct.
καπάκι σωλήνα
;
πώμα σωλήνα
mech.eng.
βάση
;
υποστήριγμα
nat.sc.
λοβός
;
κέλυφος
doppen
v
agric.
αποφλοίωση
;
διάνοιξη λοβού οσπρίων για την παραλαβή των σπερμάτων
;
αποφλοιώνω
;
ξεφλουδίζω
dope
adj.
gen.
πρόσθετο για την αύξηση του αριθμού οκτανίου
chem.
παρασκευασμένο πρόσθημα λιπάνσεως
;
παρασκευασμένο πρόσθημα για βαριά ορυκτά έλαια
nat.sc., environ., chem.
αντικροτικό
;
αντικροτικό πρόσθετο
;
αντικροτικό προϊόν
;
αντικρουστικό πρόσθετο
;
προσθετικό για την καταπολέμηση της κρουστικής καύσης
dop
:
8 phrases
in 5 subjects
Agriculture
3
Commerce
2
Industry
1
Mechanic engineering
1
Natural sciences
1
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips