DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
dol v
construct. προεξοχή; τόρμος
doldraaien v
mech.eng. κλωτσώ κατά την περιστροφή
transp. καταστρέφω το βήμα κοχλία; χαλώ βίδα
dollen v
transp. στελέχη σκαλμού