DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
dof v
agric., industr. θαμπός
industr., construct., met. ανώμαλη επιφάνεια οπτικού γυαλιού
doft v
transp. πάγκος κωπηλάτη; σέλμα κωπηλάτη
dof
: 3 phrases in 3 subjects
Chemistry1
Environment1
Industry1