DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
dilaceratie f
med. διάτασις του συνδέσμου (dilaceratio ligamentosa); διάσχισις; διασπάραξις; τεμαχισμός; αποκόλληση δοντιών; βίαιο σχίσιμο ιστών; ξέσχισμα; σχάση; διάσχιση (dilaceratio)