DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
dichtingsring adj.
astronaut., transp. Δακτύλιος
mech.eng. στεγανοποιητικός δακτύλιος; μονάδα ελαιοστεγανοποίσης περιστρεφόμενου άξονα
transp., construct. δακτύλιος στεγανότητας
dichtingsring
: 2 phrases in 1 subject
Mechanic engineering2