DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
depot n
gen. αποθήκη
agric. ίζημα
fin. επιχείρηση διανομής που διαθέτει την απαιτούμενη επαγγελματική εξειδίκευση
med. κατάθεσις; συσσώρευσις
patents. νόμιμη κατάθεση
transp. σταθμός βάσεως; αμαξοστάσιο; ντεπώ
transp., mater.sc. κεντρικό μηχανοστάσιο; μηχανοστάσιο έδρας
work.fl., commun., mater.sc. βιβλιοθήκη αποθήκευσης
depot
: 25 phrases in 12 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Communications1
Economy2
Environment1
Finances2
General1
Law7
Marketing1
Medical1
Patents6
Politics1