DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
demper m
gen. αποσβεστήρας
commun. εξασθενητής
cultur. μηχανισμός για την απορρόφηση των ήχων
earth.sc., el. απομονωτήρας; απομονωτής
el. συσκοτιστής; αποσβέστης
industr. καταστολέας
mech.eng. αποσβεστήρας με ρευστά
mech.eng., el. τύλιγμα απόσβεσης
tech. αμορτισέρ; μειωτήρας κραδασμών
transp. σιγαστήρας εισαγωγής; σιγαστήρας αναρρόφησης
demper
: 8 phrases in 5 subjects
Communications1
Earth sciences1
Health care2
Mechanic engineering2
Transport2