DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
deksel n
gen. θολωτό κάλυμμα
construct. στέψη
earth.sc., el. κάλυμμα προστασίας
industr., construct. καπάκι της πυξίδας που περιέχει το μεγάλο ελατήριο
industr., construct., met. πορτάκι φούρνου δοχείων
IT, el. κάλυμμα
mech.eng. σκέπασμα
nucl.pow. καπάκι; κεφαλή
transp., mech.eng. κέλυφος
deksel
: 42 phrases in 14 subjects
Agriculture5
Chemistry1
Cultural studies1
Earth sciences1
Electronics1
General3
Industry7
Life sciences3
Marketing1
Materials science6
Mechanic engineering5
Metallurgy3
Transport4
Work flow1