DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
defecten adj.
med. σύμπτωμα ανεπαρκούς λειτουργίας
defect adj.
chem., el. ατέλεια κρυστάλλου
environ. σφάλμα; βραχυκύκλωμα; ρήγμα; ρηγμάτωση; ρωγμή
IT σφάλμα προγραμματισμού
transp. μειωμένη ικανότητα οδήγησης; βλάβη; διακοπή
transp., avia. Εκτός ενεργείας; δυσλειτουργία; ελάττωμα; ετέλεια
defecten
: 39 phrases in 13 subjects
Chemistry5
Communications2
Earth sciences2
Electronics2
General4
Health care1
Information technology5
Insurance1
Life sciences2
Mechanic engineering2
Medical1
Statistics3
Transport9