DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
débourbage adj.
agric. καθαρισμός; φιλτράρισμα; διύλιση του μούστου από τα αιωρούμενα στερεά συστατικά; απολάσπωση; αποχωρισμός
food.ind. διήθηση