DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
contant adj.
fin. τοις μετρητοίς
contanten adj.
fin. μετρητά; μετρητά σε επιταγές και στο ταμείο; πόροι σε μετρητά; ταμείο; χρήμα; χρηματικοί πόροι
contant
: 82 phrases in 9 subjects
Accounting1
Economy8
Finances38
General5
Insurance9
International trade1
Law5
Marketing14
Transport1