DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
constrictie f
health. στένωση
med. προιούσα κληρονομική κεράτωσις των άκρων (keratosis extremitatum hereditaria progrediens); αίσθημα συσφίγξεως; περίσφιξη; συμπίεση; σύσφιξη