DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
conducteur m
lab.law. ελεγκτής εισιτηρίων οχημάτων Δ/X
transp. ελεγκτής; επιβλέπων; κλειδούχος; σταθμάρχης; ελεγκτής αμαξοστοιχίας