DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
conditionering adj.
gen. εξάρτηση; προπαρασκευή,προετοιμασίαψυχολογική
agric. ρύθμιση υγρασίας
el. προετοιμασία; συνθηκοθέτηση
industr., construct., chem. κλιματισμός; ύγρανση
mater.sc. επεξεργασία καθαρισμού; βελτίωση
med. καθορισμός; συσκευασία
conditionering
: 8 phrases in 5 subjects
Chemistry1
Environment3
Oil / petroleum1
Social science2
Transport1