combinatie | |
comp., MS | συγκεντρωτική τιμή |
industr. construct. | συνδυασμός |
transp. | συνδυασμός οχημάτων; συνδυασμός συζευγμένων οχημάτων |
| |||
συγκεντρωτική τιμή | |||
συνδυασμός | |||
συνδυασμός οχημάτων; συνδυασμός συζευγμένων οχημάτων | |||
διασύνδεση; σύνδεση |
combinatie van : 29 phrases in 16 subjects |