DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
cavitatie f
gen. σπηλαιώδης διάβρωση,διάβρωση λόγω σπηλαίωσης
earth.sc., mech.eng. σπηλαίωση
med. σχηματισμός κοιλότητος
met., mech.eng. αποτύπωμα; κοιλότητα τύπου