DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
cantilever adj.
construct. πρόβολος
transp., construct. μονόπακτη δοκός; πακτωμένη δοκός στο ένα άκρο
cantilever
: 3 phrases in 2 subjects
Mechanic engineering1
Metallurgy2