DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
bypass adj.
mech.eng. βοηθητική δίοδος; βοηθητικός αγωγός; παρακαμπτήριος; πλάγια διέξοδος
med. αναστόμωση; εγχείρηση αναστόμωσης; εγχείρηση παράκαμψης; παράκαμψη