DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
brugdek n
construct. κατάστρωμα γέφυρας; επίστρωση γέφυρας
transp., nautic. υπερστέγασμα γέφυρας; γέφυρα; ο κλειστός χώρος της γέφυρας