DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | adjective | to phrases
brug f
agric. θόλος; καμάρα
earth.sc., el. διακλάδωση
environ. γέφυρα (pons)
hobby παράλληλοι ράβδοι
industr., construct. καμάρα,αψίδα
med. γέφυρα δοντιών
transp., nautic. ο κλειστός χώρος της γέφυρας; υπερστέγασμα γέφυρας; οιακιστήριο; τιμονιέρακν.
bruggen f
hobby δίζυγο
brug adj.
econ. γέφυρα
brug met
: 21 phrases in 2 subjects
Construction15
Transport6