DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
brug f
agric. θόλος; καμάρα
earth.sc., el. διακλάδωση
environ. γέφυρα (pons)
hobby παράλληλοι ράβδοι
industr., construct. καμάρα,αψίδα
med. γέφυρα δοντιών
transp., nautic. ο κλειστός χώρος της γέφυρας; υπερστέγασμα γέφυρας; οιακιστήριο; τιμονιέρακν.
bruggen f
hobby δίζυγο
brug adj.
econ. γέφυρα
brug
: 107 phrases in 14 subjects
Communications6
Construction29
Earth sciences2
Electronics5
Industry13
Information technology2
Labor law1
Law1
Mathematics1
Mechanic engineering1
Medical4
Metallurgy2
Technology2
Transport38