DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
broed n
agric. γόνος m; φυλλοφόρο μάτι
nat.sc., agric. εμβόλιο μύκητα; μυκήλιο m; σπόρος m
broed
: 7 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Natural sciences6