DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
briket f
agric. μπρικέτα
coal. μπρικέττα; μπριγκέτα
industr., construct., chem. ανθρακόπλινθος
life.sc., agric. κωκ; μπρικέτα άνθρακα; συμπιεσμένος ημίκαυστος άνθρακας
mater.sc., chem. πλινθάνθρακας
briketten f
coal., chem. πλίνθος άνθρακα
transp., chem. ανθρακόπλινθος; μπρικέτα; πλιθάνθρακας
briket
: 1 phrase in 1 subject
Coal1