DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
breekbout m
gen. ασφαλιστική περόνη
mech.eng. πείρος ασφαλείας έναντι υπερφόρτισης; πείρος θραύσης; πείρος ασφαλείας
met., tech. βίδα ρήξης; βίδα ρωγμής