DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
brandstofcel adj.
econ. στοιχεία καυσίμου
energ.ind., el. κυψέλη καυσίμου; στήλη καυσίμου; στοιχείο καυσίμου
transp. δεξαμενή; διαμέρισμα δεξαμενής
brandstofcel
: 15 phrases in 4 subjects
Astronautics1
Energy industry9
Environment1
Transport4